Περί πειθαρχικών οργάνων γενικώς

***Η επιλογή να συντίθενται τα δικαστικά και δικαιοδοτικά όργανα με βάση διατάξεις νόμων αποτελεί σαφή υποχώρηση της ανεξαρτησίας του ποδοσφαίρου

Εξακολουθεί υφιστάμενη η εξαιρετικά σημαντική εκκρεμότητα της σύνταξης (;) και έγκρισης του νέου (;) καταστατικού της ΕΠΟ., κομβικής σημασίας άρθρα του οποίου θα διαμορφώσουν ένα νέο σκηνικό στο ελληνικό ποδόσφαιρο, ειδικώς σε ότι έχει σχέση με τα δικαστικά όργανα της ΕΠΟ και των επαγγελματικών ενώσεων - μελών της, τη σύνθεση τους, τον διορισμό τους και τη λειτουργία τους.
Οι εξελίξεις του τελευταίου διαστήματος επιβεβαίωσαν με πανηγυρικό (και άκρως αντι - ποδοσφαιρικό τρόπο) την πλήρη υποταγή της ποδοσφαιρική πειθαρχικής διαδικασίας στους όρους λειτουργίας της τακτικής δικαιοσύνης, εξέλιξη άκρως αρνητική, καθώς δεν συναντάται σε καμία άλλη ποδοσφαιρική ομοσπονδία στον πλανήτη ( ή τουλάχιστον στις δημοκρατίες δυτικού τύπου), ούτε, βεβαίως, στα πειθαρχικά όργανα των διεθνών ποδοσφαιρικών αρχών ( FIFA/UEFA). Σε όλες αυτές τις ποδοσφαιρικές αρχές, εθνικές και διεθνείς, η σύνθεση των πειθαρχικών οργάνων ( αλλά και αυτή των διαιτητικών ανάλογων, δηλαδή της Α΄ ΕΕΟΔ και του Διαιτητικού Δικαστηρίου) υπακούει απολύτως στη λογική του ιδιωτικού χώρου, στην καθαρή αρμοδιότητα της κάθε Ομοσπονδίας να αποφασίζει περί της σύνθεσης τους και στην αυτόματη, σχεδόν, άρνηση κάθε επαφής με την τακτική δικαιοσύνη και τις δικές της ιδιαιτερότητες.
Το παραμύθι περί της «αυξημένης αξιοπιστίας της τακτικής δικαιοσύνης», εκτός του ότι έχει πολλάκις αποδειχθεί άνευ ισχυρής βάσης, προκύπτει να το διαμορφώνουν  και να το αφηγούνται άνθρωποι που έχουν σκληρή σχέση με θύλακες του βαθέως κράτους, ικανοί, ως εκ της θέσεως τους, να επιχειρούν σε κάθε στιγμή τον επηρεασμό των μελών των δικαστικών οργάνων επικαλούμενοι ακριβώς την ιδιότητά τους ως εκφραστές της κρατικής ισχύος στο χώρο (ή σε παράπλευρους), ιδιότητα που διαθέτει αυξημένη ισχύ πειθούς, ειδικώς όταν πρόκειται για δικαστές καριέρας.
Για το λόγο αυτό άλλωστε η FIFA αποκρούει, απολύτως, όλες τις σχετικές κρατικές/κυβερνητικές προτάσεις, διατηρώντας για τον εαυτό της (άρα και για τις εθνικές ομοσπονδίες - μέλη της) την αποκλειστική αρμοδιότητα σύνθεσης των δικαστικών και διαιτητικών οργάνων του ποδοσφαίρου με ανθρώπους του ιδιωτικού κοινωνικού χώρου, που έχουν τις απαραίτητες γνώσεις και την εμπειρία του χώρου, στοιχεία μοναδικής αξίας για την ακριβή, κατά το δυνατόν, αποτύπωση των γεγονότων και τις ανάλογες αποφάσεις.
Η ΕΠΟ οφείλει να διεκδικήσει για τον εαυτό της την αρμοδιότητα αυτή, στηριγμένη στην διεθνή πρακτική, έστω και ως εναλλακτική επιλογή η εφαρμογή της οποίας θα έχει ένα αυτόματο χαρακτήρα (όποτε το αποφασίσει η ΕΠΟ δια της Εκτελεστικής της Επιτροπής) και δεν θα υπόκειται σε καμία διάταξη νόμου, ο οποίος, στο κάτω-κάτω της γραφής, δεν έχει καμία δουλειά με το ποδόσφαιρο.
Η επιλογή να συντίθενται τα δικαστικά και δικαιοδοτικά όργανα με βάση διατάξεις νόμων, η ουσία των οποίων είναι, σε κάθε περίπτωση, η διείσδυση της κρατικής εξουσίας του βαθέως κράτους σε μια ιδιωτική κοινωνική δραστηριότητα, αποτελεί σαφή υποχώρηση της ανεξαρτησίας του αθλήματος απέναντι στις κρατικές πιέσεις και δεν μπορεί επ΄ουδενί να γίνει αποδεκτή από κανένα που κόπτεται για την Ρήτρα Ανεξαρτησίας και δηλώνει υπερασπιστής της.
Εκτός και αν την υπερασπίζεται απλώς ενώπιον άλλων μέχρι να τον ψηφίσουν, ενώ την ίδια ώρα έχει συμφωνήσει, με υπόγειες διαδικασίες στο βωμό κυβερνητικών και επιχειρηματικών σκοπιμοτήτων, που θέλουν να έχουν τον χειρισμό του ποδοσφαίρου έστω και με έμμεσο τρόπο.

Υπάρχει, άραγε, κάποιος που να σκέφτεται έτσι στην ποδοσφαιρική οικογένεια;